αργματα

αργματα
    ἄργματα
    ἄργμᾰτα
    τά Hom. = ἀπάργματα (см. ἄπαργμα См. απαργμα)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αργματα" в других словарях:

  • άργματα — ἄργματα, τα (Α) «αι απαρχαί*» της θυσίας, τα μέλη του ζώου που έκοβαν και έκαιγαν στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Υπάρχει και παράλληλος τ. άρχματα (Ησύχ.), με αναλογική διατήρηση του χ . ΣΥΝΘ. απάργματα, επάργματα] …   Dictionary of Greek

  • ἄργματα — ἄργμα firstlings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άργμα — ἄργμα ( ατος), το (Α) (μόνο στον πληθ.) (για θυσία) άργματα* απαρχές …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»